Η εποχή της εφηβείας στο Χαλάνδρι καταγράφηκε μέσα μου σαν μια σημαντική περίοδος στη ζωή μου. Στην ουσία, ήταν η αρχή της μετέπειτα διαδρομής μου στο τραγούδι, κι' η θέση μου μέσα στον κόσμο της Μουσικής που με συνέρπαινε όλο και πιό πολύ, σε μια περιπλάνηση που δεν τέλειωνε ποτέ. Ξαφνικά, βρέθηκα σε μια κοινωνία ζεστή και σφιχτοδεμένη, ενσωματώθηκα στον ιστό μιας νεολαίας λεύτερης και δημιουργικής που δρούσε με απίστευτη έμπνευση και θάρρος μέσα στον προστατευτικό κύκλο των “μεγάλων”.
Αποκομμένη από τη γενέτειρα γειτονιά μου της λεωφόρου Αλεξάνδρας, τις παιδικές φιλίες μου εκεί και την πολυμελή οικογένεια της μητέρας που μέχρι τότε ήμουν ο Βενιαμίν της, η εγκάρδια αποδοχή των νέων μου φίλων, έγινε τόσο απλά κι' αυτονόητα που ήταν κάτι σαν αποκάλυψη ενός καινούργιου κόσμου. Γίναμε ένα σώμα μια ψυχή και ήταν απόλυτα φυσικό να μοιραζόμαστε όλα όσα συνέθεταν προβληματισμούς, αισθήματα κι' επιθυμίες της ηλικίας μας. Αγαπήσαμε τους καθηγητές μας, νοιώθαμε και τη δική τους αγάπη να μας περιβάλλει. Ο τόπος όλος, ήταν δικός μας κι' εμείς, δικοί του! Το σπιτάκι που νοικιάσαμε, μέχρι να χτιστεί το σπίτι μας στη Φιλοθέη - μακροχρόνια υπόθεση - ήταν στην όχθη της Ρεματιάς. Ο πατέρας ανεβοκατέβαινε στη δουλειά του στη Στέγη Γραμμάτων και Καλών Τεχνών, η μητέρα είχε πολλά καθήκοντα με τον αδερφό μου τον Πάνο μικρό και την δουλειά της στην Γκαλερί Τέχνης στο κέντρο της Αθήνας. Τ' απογεύματα όταν τέλειωνα το διάβασμα και σιγουρευόμουν ότι δεν με χρειαζόταν, έβγαινα από το κηπάκι, σκαρφάλωνα σ' ένα πεζούλι κρεμώντας τα πόδια μου στο κενό....κι' άρχιζα το τραγούδι. Ήταν η ώρα η μαγική, της περιπλάνησης και του ονείρου... Προσηλωνόμουν στην ηχώ της φωνής μου, δίχως να κουνιέμαι από τη θέση μου. Εκείνη, έφευγε από μένα, απλωνόταν στο χώρο και χανόταν μακρυά στην ήσυχη ρεματιά που είχε αρχίσει να την τυλίγει το σκοτάδι πιά. Πρόσεχα τις αναπνοές μου με ευλάβεια και φροντίδα, αυτήν που αρμόζει σ' ένα ρεσιτάλ. Κάτι μέσα μου ζητούσε επιτακτικά να γίνομαι όλο και πιό καλή, όλο και πιό εκφραστική... στα λόγια του τραγουδιού, στις εικόνες. Ποτέ δεν με κούρασαν οι επαναλήψεις... Μετά, έκανα τον απολογισμό...που έκανα λάθος?...που ήθελε κάτι ακόμα? Μια ιεροτελεστία που ποτέ δεν την είχε διαταράξει το παραμικρό από το γύρω μου περιβάλλον. Ούτε που μου περνούσε η σκέψη ποιός και αν μ' ακούει, εκείνο που είχε σημασία ήταν αυτό που ένοιωθα εκείνη τη στιγμή...να χάνομαι! Εν τω μεταξύ ήταν ο Αμερικάνικος σταθμός που αποτελούσε την πηγή του ενδιαφέροντός μας και το υλικό που μας προσέφερε: Σ' εμένα, το ρεπερτόριό μου, στην σχολική μου παρέα, τον εμπλουτισμό των Σαββατιάτικων αυτοσχέδιων πάρτυ, πότε στο σπίτι του ενός, πότε στου άλλου. Όλα επικεντρώνονταν προς αυτή την κατεύθυνση. Το αυτοκινητάκι του κυρίου Γιώργου στο φροντιστήριο μαθηματικών ήταν πάντα ανοιχτό, παρκαρισμένο απ' έξω, ανοιχτό και διαθέσιμο για μας. Αλησμόνητα εκείνα τα μεσημέρια που εξέπεμπε ο Αμερικάνικος. Ο αγαπημένος αδερφός της κολλητής μου Σάσσυ που ήταν καπετάνιος, είχε επιφορτισθεί να μας στέλνει περιοδικά με τους στίχους των τραγουδιών, αυτών που μ' ενδιέφερε να μάθω. Κάπου τότε ήταν, που η κοριτσίστικη παλιοπαρέα είχε την έμπνευση να πάω στην εκπομπή του Νίκου Μαστοράκη, στο Μουσικό Λεωφορείο, για να τραγουδήσω ζωντανά. Επιχείρηση ριφιφί ήταν το όλο σχέδιο. Βλέπετε, το στούντιο για το Μουσικό Λεωφορείο της MUSIC BOX, ήταν στο κτήριο της οδού Νίκης και Καραγιώργη Σερβίας. Στο ισόγειο της οδού Νίκης και στον Α' όροφο, ήταν το δισκοπωλείο και τα γραφεία της δισκογραφικής κι' από κάτω ακριβώς, στον υπόγειο χώρο ήταν η Γκαλλερί Τέχνης που διηύθυνε η μητέρα μου. Στην οποία φυσικά, δεν είχα πει λέξη για το σχέδιο που είχαμε καταστρώσει. Πήγα τελικά, συνοδευόμενη από τις δυό πιό τολμηρές φίλες μου, οι οποίες, όταν ο Μαστοράκης ρώτησε αν είναι κάποιος που θέλει να τραγουδήσει, φώναξαν εν χορώ: “Ναι, εδώ, ετούτη εδώ! ” O Μαστοράκης μου ζήτησε να πω, ένα, δύο...τρία τραγούδια! Runaway του Del Shannon...I 'm Sorry της Brenda Lee και Tell Him των Exciters. Το πράγμα πήγε πολύ καλά και το παρευρισκόμενο ακροατήριο ήταν ενθουσιώδες! Οι φίλες μου στην διαδρομή για τα σπίτια μας φλυαρούσαν ενθουσιασμένες, εγώ σιωπηλά χώνευα την αίσθηση αυτής της πρώτης εμπειρίας, μέχρι που χωριστήκαμε. Μπήκα στο σπίτι μου καταπίνοντας τη χαρά μου...αλλά εκείνη τη νύχτα δεν έκλεισα μάτι! Όπου την επομένη, οι ιδιοκτήτες της MUSIC BOX, πήγαν να βρούν τη μητέρα μου για να της προτείνουν συμβόλαιο για μένα! Εκείνη, προς στιγμήν τα 'χασε, μα αμέσως μετά τους αποστόμωσε, τονίζοντάς τους ότι “η Μαίρη είναι μικρή”...Παρ' όλη την επιμονή τους, το θέμα έκλεισε εκεί! Το γεγονός αυτό πυροδότησε το πείσμα του πατέρα μου. Περίμενε να με δει σολίστα στο πιάνο! Ποτέ δεν φανταζόταν ότι θα μ' άκουγε να του δηλώνω ευθαρσώς: “Εγώ, λοιπόν θα τραγουδήσω!” “Θα σε σταματήσω από το Ωδείο”, με φοβέρισε. Δεν περίμενε αυτό που θ' ακολουθούσε, αλλ' αυτό θα το πούμε άλλη φορά! Εν τω μεταξύ το σπίτι μας ετοιμάστηκε στη Φιλοθέη, αλλά εξακολουθούσα να πηγαινοέρχομαι στο Χαλάνδρι για το Γυμνάσιο. Η παρέα ήταν πάντα μεγάλη και σφιχτοδεμένη, αγόρια και κορίτσια, αφού είχαμε γίνει πιά μεικτό! Πολιτικά πάντως, μόνο με την φίλη μου την Ντίνα ξανοιχτήκαμε να μιλήσουμε. Τα χρόνια εκείνα, οι μεγάλοι μας δασκάλευαν να προσέχουμε που μιλάμε, μια κι' είμαστε από οικογένειες αριστερών αγωνιστών που είχαν περάσει πολλά στα ξερονήσια της εξορίας. Δύο συνταρακτικά γεγονότα σημάδεψαν την εφηβεία μας. Το πρώτο, αβάσταχτο για τα τρυφερά μας χρόνια, η αυτοκτονία της Άρτεμης, μιάς από μας! Εκείνο το πανέμορφο κορίτσι, με την δυνατή πέννα, που δεν άντεχε τ' ότι ο δικηγόρος πατέρας της την κρατούσε πεισματικά μακρυά από την μάνα της. Το δεύτερο, η Μαραθώνεια πορεία για τον Γρηγόρη Λαμπράκη, που περπατήσαμε με την Ντίνα από τον Μαραθώνα μέχρι το πεδίον του Άρεως. Η φιλία μας με την Ντίνα Κόλλια παραμένει αναλλοίωτη μέχρι σήμερα.
0 Comments
|
Συγγραφέας
Μαίρη Δαλάκου Αρχεία
Κατηγορίες
|